- οπάλιο
- [опалио] ουσ. о. опал,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
οπάλιο — Ορυκτό από πυρίτιο (SiO2) και έναν αριθμό μορίων ύδατος που ποικίλλει απ 1 21% του βάρους του ορυκτού· στερείται κρυσταλλικής δομής, είναι δηλαδή άμορφο. Προέρχεται από την αποξήρανση διαλυμάτων πυρίτιου και σχηματίζει αποθέματα επίθεσης. Όταν… … Dictionary of Greek
κερατόλιθος — Πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα, που σχηματίζεται μέσα στη θάλασσα. Η προέλευσή του είναι χημική ή οργανογενής (πιθανότατα από τη διαγένεση των διατόμων του πλαγκτόν της θάλασσας). Το χρώμα του είναι τεφρό, μαύρο ή ερυθρωπό. Ο κ. αποτελείται από… … Dictionary of Greek
κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… … Dictionary of Greek
ξυλοπάλιος — ο είδος ξυλολίθου που παράγεται από πριονίσματα ξύλου τα οποία έχουν εμποτιστεί με λάδι προτού αναμιχθούν με οξυχλωριούχα κονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + οπάλιο / οπάλιος «είδος πολύτιμου λίθου»] … Dictionary of Greek
οπαλιοειδής — και οπαλλιοειδής, ές αυτός που έχει χρώμα και ανταύγειες σαν τού οπαλίου, που μοιάζει με οπάλιο στο χρώμα και στις ανταύγειες … Dictionary of Greek
σπογγόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) σκοτεινόχρωμο πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα οργανικής προέλευσης, το οποίο περικλείει μεγάλο αριθμό από βελόνες πυριτιοσπόγγων συγκολλημένες με οπάλιο και χαλκηδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongolite < σπόγγος +… … Dictionary of Greek
άμορφα ορυκτά — Ορυκτά που η εσωτερική δομή της ύλης τους είναι ακανόνιστη, δηλαδή τα μόριά τους διατάσσονται χωρίς μια ορισμένη σειρά, και δεν σχηματίζουν κρυστάλλους. Τα ορυκτά αυτά μπορούν να προέλθουν είτε από ηφαιστειακή δράση είτε από τη διαβρωτική δράση… … Dictionary of Greek
δενδρόλιθος — Κορμός ή κλαδί φυτού απολιθωμένο με οπάλιο. Οι κορμοί και τα κλαδιά αυτά ανήκουν συνήθως σε κωνοφόρα δέντρα και συναντώνται μέσα σε στρώματα διαφόρων γεωλογικών διαπλάσεων. Όταν βρίσκονται σε μεγάλη αφθονία σχηματίζουν τα απολιθωμένα δάση … Dictionary of Greek
καρνεόλιος — Ημιπολύτιμος λίθος, μία από τις παραλλαγές του χαλκηδόνιου, που ανήκει στις ινώδεις κρυπτοκρυσταλλικές παραλλαγές του χαλαζία. Η ονομασία του προήλθε από το λατινικό carneus, που σημαίνει σαρκώδης. Ο κ. αποτελείται από χαλαζία και οπάλιο, δηλαδή… … Dictionary of Greek